ἐπιπλέξαντες

ἐπιπλέξαντες
ἐπιπλέκω
wreathe
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξαμματίζω — και ξεμματίζω (Α εξαμματίζω) [αμματίζω] νεοελλ. ναυτ. λύνω τα άμματα*, τους κόμπους, ξελύνω, ξεμματίζω αρχ. 1. εξαρτώ, περιδένω κάτι με άμμα, με κόμπο ή με επίδεσμο, αμματίζω 2. επαλλάσσω («ἐπαλλάξαντες ἐξαμματίσαντες» [Απόλλων. Λεξ. Ομηρ.]… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”